φερομόνη

φερομόνη
η, Ν
(βιοχ.) ενδογενής χημική ουσία την οποία εκκρίνει σε πολύ μικρές ποσότητες ένας οργανισμός στο εξωτερικό του περιβάλλον, με σκοπό να προκαλέσει μια συγκεκριμένη συμπεριφορική αντίδραση σε έναν άλλο οργανισμό τού ίδιου είδους, αλλ. φερορμόνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. pheromone].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • μέλισσα — Κοινή ονομασία υμενοπτέρων εντόμων της υπεροικογένειας apοidea, στην οποία περιλαμβάνονται συνολικά 19 οικογένειες με 3.000 περίπου είδη. Όλες οι μ. στηρίζονται στη γύρη ως μοναδική πηγή πρωτεϊνών και στο νέκταρ ως πηγή ενέργειας. Για τον λόγο… …   Dictionary of Greek

  • φερορμόνη — η, Ν (βιοχ.) η φερομόνη. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. pherormone] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”